- λευκώματα
- λεύκωμαtablet covered with gypsumneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бѣльмо — БѢЛЬМ|О (4*), А с. Бельмо: птичамъ повѣлевающимъ. ѡчи ѥмоу бельмо створити. ПрЛ XII, 81в; ре(ч) же моу анг҃лъ. оутробою и ср҃дце||мь кадѩщю изгонить бѣсы. зълчью же потрѣбить бѣлмо. Там же, 81 82; птицамъ полевавшемъ в ѡчи ѥмоу, бѣлмо створиша.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
TITULUS — proprie lapis seu cippus scpulchralis inscriptus, vel ipsa lapidis inscriptio, quae alias elogium quoque. Virgild. Culice, v. 409. tum Frente locatur Elogium Item pro inscriptione, quae supplicii, quod de reo sumebatur, causam indicabat,… … Hofmann J. Lexicon universale
λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
έδικτο — (edictum). Εξελληνισμένη λέξη που σημαίνει διάταγμα. Στη ρωμαϊκή εποχή έ. αποκαλούσαν τις διακηρύξεις που εξέδιδαν οι άρχοντες, όταν απευθύνονταν στον λαό, με αποφάσεις που αφορούσαν θέματα της δικαιοδοσίας τους. Δικαίωμα να εκδίδουν έ. είχαν οι… … Dictionary of Greek
αζωθαιμία — Με τον όρο αυτό εννοούμε την αύξηση της ουρίας στο αίμα (και γενικότερα του αζώτου) σε επίπεδα πάνω από το φυσιολογικό, χωρίς όμως ο ασθενής να εκδηλώνει συμπτώματα. Όσο προχωρεί η βλάβη των νεφρών, τόσο αυξάνεται η ουρία του αίματος. Από ένα… … Dictionary of Greek
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
γομόχαρτο — το διαφανές χαρτί με γόμα στη μια πλευρά για επικόλληση γραμματοσήμων στα λευκώματα τών φιλοτελιστών … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
κίρρωση — Προοδευτική αναπαραγωγή του συνδετικού ιστού ενός οργάνου, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται συχνότερα για την κ. του ήπατος, χρόνια πάθηση κατά την οποία το ήπαρ χάνει τη φυσιολογική λοβιώδη… … Dictionary of Greek